φρενοπαθής

φρενοπαθής
-ές, Ν
φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + -παθής (< πάθος), πρβλ. καρδιο-παθής, νεφροπαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρενοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο φρενοβλαβής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενοπάθεια — η, Ν φρενοβλάβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονόληπτος — η, ο ο δαιμονισμένος, ο φρενοπαθής: Σύμφωνα με τις γραφές, ο Χριστός γιάτρεψε ένα δαιμονόληπτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενοβλαβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από φρενοβλάβεια (βλ. λ.), φρενοπαθής, ψυχοπαθής, μανιακός, παράφρονας, τρελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει ψυχικά, αυτός που οι ψυχικές του λειτουργίες είναι ταραγμένες, ο φρενοβλαβής, ο φρενοπαθής: Κατάντησε ψυχοπαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”